-
1 налегке
налегке 1) (легко одетый) ελαφρά ντυμένος 2) (без багажа) χωρίς αποσκευές* * *1) ( легко одетый) ελαφρά ντυμένος2) ( без багажа) χωρίς αποσκευές -
2 налегке
επίρ.1. ελαφρά (κατά το βάρος).2. ελαφρά (ντυμένος). -
3 налегке
налегкенареч1. (без багажа) χωρίς ἀποσκευές·2. (в легком костюме) ἐλαφρά ντυμένος.
См. также в других словарях:
ευπερίσταλτος — εὐπερίσταλτος, ον (Μ) αυτός που είναι ελαφρά ντυμένος, ο ανάλαφρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι στέλλω] … Dictionary of Greek
οιοχίτων — (I) οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά έναν χιτώνα, ο ελαφρά ντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + χιτών (πρβλ. μονο χίτων)]. (II) οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά χιτώνα από δέρμα ή μαλλί προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» +… … Dictionary of Greek
εύζωνος — και εύζωνας, ο (ΑΜ εὔζωνος, ον Α και επικ. τ. ἐύζωνος, ον) νεοελλ. ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης που φέρει την εθνική στολή (φουστανέλα, φέσι, τσαρούχια), τσολιάς μσν. αρχ. 1. (για γυναίκα) ζωσμένη ωραία, με λεπτή μέση, κομψή 2. ντυμένος ελαφρά,… … Dictionary of Greek